μοναχη

μοναχη
    μοναχῆ
    μονᾰχῆ
    или μονᾰχῇ adv.
    1) в одном только месте или направлении
    

(τὸ μ. διαιρετὸν γραμμή, sc. ἐστιν Arst.)

    ᾗπερ μ. εἴη πορεία Xen. — где только и был переход

    2) одним только способом
    

(διχῆ ἣ μ.; Plat.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "μοναχη" в других словарях:

  • μοναχῆ — in one way only indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοναχῇ — μοναχή fem dat sg (attic epic ionic) μοναχός unique fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοναχή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) μοναχός unique fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοναχή — (I) μοναχῇ (Α) επίρρ. κατά έναν μόνο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόνος, επίρρ. σχηματισμένο με εκφραστικό δασύ σύμφωνο χ (πρβλ. διχῇ, ἀλλαχῇ)]. (II) η (ΑΜ μοναχή) βλ. μοναχός …   Dictionary of Greek

  • μοναχή — η η καλόγρια: Έγινε μοναχή σε μικρή ηλικία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μοναχή Συκιά — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ., 27 κάτ.) στην πρώην επαρχία Γυθείου του νομού Λακωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γυθείου …   Dictionary of Greek

  • μοναχαῖς — μοναχή fem dat pl μοναχός unique fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοναχαί — μοναχή fem nom/voc pl μοναχός unique fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοναχῆς — μοναχή fem gen sg (attic epic ionic) μοναχός unique fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοναχήν — μοναχή fem acc sg (attic epic ionic) μοναχός unique fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοναχῶν — μοναχή fem gen pl μοναχός unique fem gen pl μοναχός unique masc/neut gen pl μοναχόω make single pres part act masc voc sg (doric aeolic) μοναχόω make single pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) μοναχόω make single pres part act masc… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»